- γλουτοί
- γλουτόςbuttockmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλουτός — ο (AM γλουτός) μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε νεοελλ. ναυτ. γλουτοί, οι τα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά… … Dictionary of Greek
προχώναι — οἱ, Α οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη … Dictionary of Greek
εύπυγος — εὔπυγος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους γλουτούς, ο καλλίπυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. ά πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
ημίκωλα — ἡμίκωλα, τά (Μ) τα οπίσθια, οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κώλον «οπίσθια»] … Dictionary of Greek
κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… … Dictionary of Greek
καπούλι — και κάπουλο, το (Μ καπούλιν και καπούλιον και κάπουλο) [καπούλα] συν. στον πληθ. τα κάπουλα ή τα καπούλια τα νώτα από τη νεφρική χώρα μέχρι τους γλουτούς τών μεγάλων τετραπόδων και ιδίως τών αχθοφόρων νεοελλ. (σκωπτικά για ανθρώπους) οι γλουτοί,… … Dictionary of Greek
κατάπυγος — κατάπυγος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
καταπύγων — καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α) 1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής 2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα πύγων] … Dictionary of Greek
κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] … Dictionary of Greek
κωλόμηλα — τα οι γλουτοί … Dictionary of Greek